ρινικός

ρινικός
-ή, -ό, Ν
(ανατ.-ιατρ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίνα, στη μύτη (α. «ρινικό διάφραγμα» β. «ρινικός κατάρρους»
2. φρ. α. «ρινικός αδένας»
βιολ. αδένας τών θαλάσσιων πτηνών και ερπετών που καταπίνουν αλμυρό νερό, ο οποίος απομακρύνει τα άλατα από το σώμα τών ζώων β. «ρινικός δείκτης»
ανθρωπολ. το εκατονταπλάσιο τού λόγου τού μήκους τής μύτης προς το ύψος της
γ. «ρινικός εγκέφαλος»
ανατ. ο ρινεγκέφαλος
δ. «ρινικό οστό»
βιολ. ζυγό οστό τής οροφής τού κρανίου τών σπονδυλοζώων που σχηματίζει το οπισθοραχιαίο τόξο τής μύτης
ε) «ρινικό σημείο»
ανθρωπολ. σημείο κοντά στη ρίζα τής μύτης που χρησιμεύει για τον υπολογισμό τού ρινικού δείκτη, αλλ. ρινίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρινικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μύτη: Είχε κρεατάκια στις ρινικές κοιλότητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… …   Dictionary of Greek

  • βουκόρυζα — βουκόρυζα, η (Α) ισχυρός ρινικός κατάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό < βους + κόρυζα «μύξα». Στη λ. βουκόρυζα το α συνθετικό βου έχει τη σημ. «μεγάλος» (πρβλ. βουμελία, βούπαις)] …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • συνάγχη — η, ΝΜΑ είδος καταρροϊκής φλεγμονής τής μύτης ή τού φάρυγγα, ρινικός κατάρρους, το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχη, στηθ άγχη] …   Dictionary of Greek

  • φλεγμονή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. τοπική αντίδραση τών ζωντανών ιστών και, ειδικά, τών αιμοφόρων αγγείων, τού περιεχομένου τους και τών συναφών ανατομικών στοιχείων σε μια βλάβη (α. «οξεία φλεγμονή» β. «χρόνια φλεγμονή») 2. φρ. «καταρροϊκή φλεγμονή» ιατρ.… …   Dictionary of Greek

  • ωτορρινικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αφτιά και στη μύτη συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ρινικός] …   Dictionary of Greek

  • ινδική φυλή — Σύνολο ατόμων ευρωποειδούς τύπου, ιδιαίτερα διαδεδομένη από το Αφγανιστάν έως τις νότιες ζώνες της Ινδικής χερσονήσου, με μεγάλη ποικιλία τύπων κατά περιοχές. Η ερμηνεία για το φαινόμενο αυτό πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορία της περιοχής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”